χωροβάτης

χωροβάτης
χωρο-βάτης, , ein Werkzeug zum Nivellieren des Wassers, die Grundwaage

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χωροβάτης — Τοπογραφικό όργανο που χρησιμοποιείται για να πραγματοποιηθεί οριζόντια οπτική γραμμή. Ο απλούστερος τύπος χ. αποτελείται από δύο κατακόρυφους γυάλινους σωλήνες, οι οποίοι συγκοινωνούν μεταξύ τους διαμέσου οριζόντιου σωλήνα: εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • χωροβάτῃ — χωροβάτης instrument used by surveyors masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Chorobates — A chorobates (Greek χωροβἀτης from khŏros; place + batos, going ) was a kind of level used in classical antiquity. It was composed of a wooden frame, made in the form of a beam which was fitted with a water level, and two supports at the end of… …   Wikipedia

  • Chorobates — Prinzipskizze Der Chorobates (von altgr. χωροβἀτης aus χῶρος (chōros) Platz und βἀτης (bátēs) Gänger) war ein Vermessungsinstrument im antiken Rom. Er kann auch als Messbalken bezeichnet werden und ist eine frühe Form eines Nivelliergerätes. Es… …   Deutsch Wikipedia

  • CHOROBATES — Graece Χωροβάτης, quasi agri perambulator vel metator, apud Graecos idem videtur instrumentum fuisse, quod groma apud Latinos. Describit illud ita Vitruvius, l. 8. c. 6. Chorobates est regula longa circiter pedum XX. ca habet ancones in capitibus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

  • στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • υψομετρικός — και υψιμετρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υψομετρία ή στο υψόμετρο 2. φρ. α) «υψομετρικά όργανα» (τοπογρ.) γενική ονομασία τών οργάνων που χρησιμοποιούνται στην υψομετρία, όπως είναι το βαρόμετρο, ο χωροβάτης, ο θεοδόλιχος… …   Dictionary of Greek

  • χωροβατικός — ή, ό, Ν [χωροβάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωροβάτη («χωροβατική μέτρηση») 2. το θηλ. ως ουσ. η χωροβατική (τοπογρ.) αεροστάθμη που είναι συνδεδεμένη με τη σκοπευτική διάταξη τού χωροβάτη και η οποία χρησιμεύει για την οριζοντίωσή… …   Dictionary of Greek

  • χωροβατώ — έω, ΜΑ [χωροβάτης] βαδίζω, περπατώ μσν. παθ. χωροβατοῡμαι, έομαι κυριεύομαι από εισβολέα, κατακτώμαι αρχ. 1. (σχετικά με εδαφικές εκτάσεις) μετρώ με βήματα 2. χρησιμοποιώ χωροβάτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”